- αιτιολογώ
- motiver
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αιτιολογώ — αιτιολογώ, αιτιολόγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αιτιολογώ — ( έω) (Α αἰτιολογῶ) ερευνώ, εξηγώ, αναφέρω την αιτία, δικαιολογώ νεοελλ. διατυπώνω λογικά επιχειρήματα για την υποστήριξη μιας γνώμης, μιας αποφάσεως ή ενέργειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτία + λογώ < λογος < λέγω. ΠΑΡ. αιτιολογία, αιτιολογικός αρχ … Dictionary of Greek
αιτιολογώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ερευνώ ή εξηγώ την αιτία κάποιου πράγματος, δικαιολογώ: Η απόφαση αυτή δεν είναι αρκετά αιτιολογημένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαιτιολογώ — ἐξαιτιολογῶ, έω (Α) [αιτιολογώ] αιτιολογώ … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek
αιτιολογία — η (Α αἰτιολογία) [αἰτιολογῶ] η παράθεση των λόγων, η εξήγηση τής αιτίας που προκαλεί κάτι, αιτιολόγηση, δικαιολογία … Dictionary of Greek
αιτιολογητέον — αἰτιολογητέον (Α) [αἰτιολογῶ] πρέπει κανείς να ερευνήσει, να αναζητήσει τις αιτίες … Dictionary of Greek
αιτιολογικός — ή, ό (Α αἰτιολογικός, ή, όν [αἰτιολογῶ] 1. αυτός που δηλώνει την αιτία, που δικαιολογεί κάτι 2. (ως γραμμ. και συντακτ. όρος) αυτός που εισάγει ή εκφράζει αιτία, όπως ορισμένοι σύνδεσμοι, προτάσεις κ.λπ. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. (νομ. όρ.) το… … Dictionary of Greek
αιτιολόγημα — αἰτιολόγημα, το (Α) [αἰτιολογῶ] αυτό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αιτιολόγηση, δικαιολογία … Dictionary of Greek
αιτιολόγηση — η [αἰτιολογῶ] η αιτιολογία … Dictionary of Greek